-
1 συμπλέκω
A twine or plait together, συνδεῖν καὶ ς. Pl.Plt. 309b;στέφανον Plu.Eum.6
; σὺν δ' ἀναμὶξ πλέξας ἶριν having twined the iris therewith, AP4.1.9 (Mel.);ἄτριον κερκίδι Theoc.18.34
; τὼ Χεῖρε ἐς τοὐπίσω ξυμπλέκοντες joining their hands behind them, Th.4.4; σ. τινὶ τὰς Χεῖρας join hands, become intimate with one, Plb.2.45.2, cf. 47.6; soσ. σπέρμα καὶ γάμους τέκνων E.Fr.326.5
: abs., πλάταισιν ἐσχάταισι ς. perh. binding the whole together, Id.IA 292 (lyr.):—[voice] Pass., to be twined together, plaited,ἐκ τῶν θαλλῶν Din.1.18
;ἡ ψυχὴ διὰ τὸ συμπεπλέχθαι πρὸς τὸ σῶμα Arist.de An. 406b28
, cf. Placit.1.7.31;πρὸς ἄλληλα Pl. Ti. 80c
;λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένοι E.Cyc. 225
; ὅταν συμπλᾰκῇ [τὰ στελέχη] when they are twisted together, Thphr.CP5.5.4; ἴχνη συμπεπλεγμένα tracks entangled, crossing in different directions, opp. ὀρθά, X.Cyn.5.6.2 combine notions logically under one term,σ. εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὶ ἀριθμόν Arist.de An. 409b11
, cf.EN 1119b30; join words so as to form a proposition,σ. τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι Pl. Sph. 262d
, cf. Tht. 202b:—[voice] Pass., ; of words, opp. ἁπλῶς λέγεσθαι (to be used singly), Arist.Ph. 195b15, cf. Metaph. 1014a13; κατηγορίαι συμπεπλεγμέναι complex, opp. ἁπλαῖ, Id.APr. 49a8, cf. Int. 16a23, PA 643b30; περὶ τοῦ -πεπλεγμένου on the compound sentence, title of work by Chrysipp., Stoic.2.68.3 more generally, εὖ τοῖς ὀνόμασι σ. τοὺς νόμους mix up or interweave the laws with rhetorical ornament, D.58.41; σ. τὰς πίστεις τῶν ἀσθενῶν τοῖς προτεινομένοις combines the proof of the weak points with.., D.H.Rh.8.5; cf. συμπλοκή; σ. πράξεις connect, involve them in mutual relations, Plb.5.105.4, D.S.16.42; [ συμπτώματα] Gal.18(2).157; but σ. ἀλλήλαις τὰς πράξεις mix them up, confuse them in a narrative, Plb.5.31.4, cf. Vett.Val.352.27;ἑτερογενῆ σημεῖα συμπλέκων Gal.16.747
.4 mix ingredients, Sor.1.77, Gal.12.647:—[voice] Pass., Arist. Ph. 189b5, Philum. ap. Orib.45.29.59.II [voice] Pass., of persons wrestling, to be intertwined, locked together (cf. σύμπλεγμα), συμπλεκέντος Γωβρύεω τῷ Μάγῳ Hdt.3.78
, cf. Gal.15.124: generally of combatants, to be engaged in close fight,συμπλακέντες διαγωνίζεσθαι D.9.51
, cf. Plb.1.28.2, Luc.Symp.44;σ. τοῖς πολεμίοις Plb.3.69.13
;πρὸς τὴν οὐραγίαν Id.4.11.7
; of a ship, to be entangled with her opponent, Hdt.8.84, Plb.1.23.6: metaph., to be at grips with, συμπλακέντα τῇ Σκυθῶν ἐρημίᾳ (i. e. Euathlus) Ar.Ach. 704; συμπεπλέγμεθα ξένῳ we are entangled or engaged with him, E.Ba. 800, cf. Aeschin.2.153;περὶ τὸ βῆμα τῷ Περικλεῖ Plu.Per.11
; of war, ; of disputes, etc., to be involved in, λοιδορίαις ς. Pl.Lg. 935c; ταῖς μάχαις, τοῖς πολιτικοῖς πράγμασιν, Phld.Mus.p.27K., Rh.1.11S., cf. BGU 1011 iii 7(iii B.C.);σ. τοῖς Στωικοῖς Luc.Symp.30
;σ. καὶ μεμψιμοιρεῖν Plb.18.8.3
.2 of sexual intercourse,Θέτιδι συμπλακείς S.Fr. 618
; συμπλέκεσθαι ἀλλήλοις to be locked together, Pl.Smp. 191a, cf. e; in Arist. of animals, HA 541b3, 542a16.3 Astrol., enter into combination, τῇ Σελήνῃ ὁ τοῦ Διὸς ς. Vett.Val.120.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπλέκω
-
2 ξυμπλεκω
1) сплетать(στέφανον Plut.; τὼ χεῖρε Thuc.)
2) связывать(σῶμα λύγοισι Eur.)
3) сочетать, соединять(τὰς φύσεις ἀλλήλαις Plat.)
σ. τὰς Ἑλληνικὰς καὴ τὰς Ἰταλικὰς πράξεις Polyb. — излагать во взаимной связи события из греческой и италийской истории;σ. εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὴ ἀριθμόν Arst. — объединять движение и число в одном понятии4) слагать, составлять(τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι Plat.)
αἱ κατηγορίαι ἁπλαὴ καὴ συμπεπλεγμέναι Arst. — категории простые и сложные (составные)5) запутыватьἴχνη συμπεπλεγμένα Xen. — запутанные следы;
σ. τοῖς ὀνόμασι τοὺς νόμους Dem. — путанно излагать законы;σ. ἀλλήλαις τὰς πράξεις Polyb. — излагать факты вперемешку6) преимущ. pass. схватываться, вступать в рукопашный бой(τινί Her., Polyb.)
συμπλέκεσθαι διαγωνίζεσθαι Dem. — вести рукопашный бой7) pass. вступать в связь(τινι Eur., Arst.)
8) завязывать, затевать(πόλεμον Dem.)
-
3 συμπλεκω
1) сплетать(στέφανον Plut.; τὼ χεῖρε Thuc.)
2) связывать(σῶμα λύγοισι Eur.)
3) сочетать, соединять(τὰς φύσεις ἀλλήλαις Plat.)
σ. τὰς Ἑλληνικὰς καὴ τὰς Ἰταλικὰς πράξεις Polyb. — излагать во взаимной связи события из греческой и италийской истории;σ. εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὴ ἀριθμόν Arst. — объединять движение и число в одном понятии4) слагать, составлять(τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι Plat.)
αἱ κατηγορίαι ἁπλαὴ καὴ συμπεπλεγμέναι Arst. — категории простые и сложные (составные)5) запутыватьἴχνη συμπεπλεγμένα Xen. — запутанные следы;
σ. τοῖς ὀνόμασι τοὺς νόμους Dem. — путанно излагать законы;σ. ἀλλήλαις τὰς πράξεις Polyb. — излагать факты вперемешку6) преимущ. pass. схватываться, вступать в рукопашный бой(τινί Her., Polyb.)
συμπλέκεσθαι διαγωνίζεσθαι Dem. — вести рукопашный бой7) pass. вступать в связь(τινι Eur., Arst.)
8) завязывать, затевать(πόλεμον Dem.)
-
4 συμ-πλέκω
συμ-πλέκω, zusammenflechten, verbinden; καὶ ξυνδεῖν, Plat. Polit. 309 b; ξυμπλέκοντες τὼ χεῖρε ἐς τοὐπίσω, Thuc. 4, 4; von der Ehe, Θέτιδι συμπλακείς, Soph. frg. 548; zusammenkommen, ἀπόρῳ γε τῷδε συμπεπλέγμεϑα ξένῳ, Eur. Bacch. 799; von der Begattung, Ael. H. A. 8, 1. 9, 13 und sonst; συμπλακέντα τῇ Σκυϑῶν ἐρημίᾳ, Ar. Ach. 669; übertr., τοὔνομα, Plat. Soph. 268 c; τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι, 262 d; συμπλακεὶς λόγος, Theaet. 202 b; συμπλεχϑεῖσιν, Tim. 80 c. – Pass. = sich umschlingen, ἀλλήλοις, Plat. Conv. 191 a; bes. zum Kampfe, wie die Ringer, συμπλακῆναί τινι, mit Einem kämpfen, Her. 3, 78; συμπλακείσης τῆς νηός, 8, 84; Pol. 3, 69, 13; u. Sp., wie Plut. συμπλακέντες διαγωνίζεσϑαι, Them. 8; πᾶσι συνεπλάκη, Polem. 2, 8; auch vom Wortstreite, Plat. Legg. XI, 935 c; συνεπλάκησαν ἀλλήλαις αἱ πράξεις, sie wurden verwickelt, Pol. 4, 27, 2, u. öfter.
-
5 κεράννυμι
κεράνν-ῡμι, also [suff] κερανν-ύω Alc.Com.15, Hyp.Fr.69; [dialect] Ep. [full] κεραίω and [full] κεράω (qq.v.); subj.A : [tense] impf.ἐκεράννυν Luc.VH 1.7
: [tense] fut. κεράσω [ᾰ] Them.Or.27p.340D.: [tense] aor.ἐκέρᾰσα Hp.VM3
, (ἐν-) Pl.Cra. 427c, poet. (lyr.), [dialect] Ep.κέρασσα Od.5.93
, [dialect] Ion.ἔκρησα Hp.Int.35
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐκερᾰσάμην Ti.Locr.95e
, [dialect] Ep.κεράσσατο Od.18.423
:—[voice] Pass., [tense] fut. κραθήσομαι [ᾱ] Pl.Ep. 326c, ( συγ-) E. Ion 406: [tense] aor. ἐκράθην [ᾱ] Th.6.5, E. Ion 1016, Pl.Phd. 86c; [dialect] Ion.ἐκρήθην Hp.VM19
; , Ti. 85a, X.An.5.4.29, Phylarch.10J.: [tense] pf.κέκρᾱμαι Pi.P.10.41
, etc.; [dialect] Ion.κέκρημαι Hp. VM13
, Acut.21;κεκέρασμαι Arist.Fr. 549
, D.H.Comp.24, Anacreont. 16.13, etc.: [tense] plpf.ἐκέκρᾱτο Sapph.51.1
:—mix, mingle (diff. from μείγνυμι, v. κρᾶσις):1 mostly of diluting wine with water,κερῶντάς τ' αἴθοπα οἶνον Od.24.364
; ;κέρασον ἄκρατον Ar.Ec. 1123
, cf. Th.6.32: abs., τοῖς θεοῖς εὐχόμενοι κεραννύωμεν let us mix a cup of wine, Pl.Phlb. 61b;ἂν μὴ κεράσῃ τις Antiph.85.2
: c. dat. pers., give to drink, :—Hom. mostly in [voice] Med., ὅτε περ.. οἶνον.. ἐνὶ κρητῆρι κέρωνται mix their wine in the bowl, Il. 4.260, cf. Od.20.253; κρητῆρα κεράσσατο he mixed a bowl, 3.393, 18.423:—[voice] Pass., πῶς οὖν κέκραται [σκύφος]; E.Cyc. 557; κύλιξ ἴσον ἴσῳ κεκραμένη a cup mixed half and half, Ar.Pl. 1132; κεκρ. τρία , cf. AP11.137 (Lucill.).2 temper, cool by mixing, θυμῆρες κεράσασα having mixed (the water) to an agreeable temperature, Od.10.362.3 generally, mix, blend,ἡδονὴν φθόνῳ Pl.Phlb. 50a
;τοῖς ὀνόμασι τὰ ῥήματα Id.Sph. 262c
;νοῦς μετ' αἰσθήσεων κραθείς Id.Lg. 961d
, cf. Ti.l.c.;πίστεως αἰσθήσει κεκραμένης Plot.4.7.15
;ἀγωγὴν ἐξἀμφοῖν κ. Phld.Acad.Ind.p.77
M.; [οὐσία] οὐκ ἀπὸ τῶν ἄκρων κραθεῖσα Jul.Or.4.139a
; of metals, : metaph., temper, regulate, of climates, ὧραι κάλλιστα κεκρημέναι most temperate, Hdt.3.106;ὧραι μετριώτατα κ. Pl.Criti. 111e
;ἔαρ κ. τῇ ὥρᾳ X.Cyn.5.5
; [πλοῦτον] ἀρετᾷ κεκραμένον Pi.P.5.2
; οὐ γῆρας κέκραται γενεᾷ no old age is mingled with the race, i.e.it knows no old age, ib.10.41, cf. O.10(11).104;ἐν ταῖς εὖ κεκρ. πολιτείαις Arist.Pol. 1307b30
; of tempers of mind,ἤθει γεννικωτέρῳ κεκρᾶσθαι Pl.Phdr. 279a
;τοῖς ἤθεσιν.. τούτοις ἡ φύσις κεράννυται Alex. 278b
(iii p.744 K.); of Music,ἁρμονίας ῥυθμοῖς κραθείσας Pl.Lg. 835b
;τῆς εὖ κεκραμένης ἁρμονίας Arist.Pol. 1290a26
;μετρίως κραθῆναι πρὸς ἄλληλα Pl.Phd.
l.c.III Gramm., in [voice] Pass., coalesce by crasis,τὸ ῥῆμα καὶ ὁ σύνδεσμος συναλοιφῇ κερασθέντα D.H.Comp.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράννυμι
См. также в других словарях:
συμπλέκω — ΝΜΑ [πλέκω] 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.) 2. συνδέω, συνενώνω 3. μέσ. συμπλέκομαι α) συναποτελώ σύμπλεγμα β) έρχομαι στα χέρια … Dictionary of Greek
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek